- τριγυρινός
- η , ό 1. окрестный;2.:
οι τριγυρινοί — окружающие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οι τριγυρινοί — окружающие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριγυρινός — ή, ό, Ν αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω, κοντά, ο γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τριγύρω + κατάλ. ινός (πρβλ. αλλοτ ινός, κοντ ινός)] … Dictionary of Greek